- ενσπέρματος
- -η, -ο (Α ἐνσπέρματος, -ον) [σπέρμα](για καρπούς) αυτός που έχει μέσα του σπέρμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐνσπέρματος — possessing seed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ένσπερμος — η, ο (Α ἔνσπερμος, ον) [σπέρμα] ο ενσπέρματος … Dictionary of Greek